κατουράω

κατουράω
κατουράω / κατουρώ, κατούρησα βλ. πίν. 58

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατουρώ — κατουράω / κατουρώ, κατούρησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κατουριέμαι — κατουριέμαι, κατουρήθηκα, κατουρημένος βλ. πίν. 59 Σημειώσεις: κατουριέμαι : από άποψη σημασίας δεν είναι παθητικό του κατουράω, αλλά σημαίνει → θέλω να κατουρήσω ή «τα κάνω» πάνω μου …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κατουρώ — και κατουράω κατούρησα, κατουρήθηκα, κατουρημένος 1. κατουρώ: Δεν κατούρησα σήμερα. 2. βρέχω κάτι ή κάποιον με το κάτουρό μου: Κατούρησε το παντελόνι του. 3. περιφρονώ κάποιον: Κατούρα τον, αφού δε θέλει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”